- μετετράπη
- μετατρέπομαιaor ind pass 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καντάτα — Μορφή μουσικής σύνθεσης ιταλικής προέλευσης, που επιβλήθηκε στις αρχές του 17ου αι. με δύο τύπους: την κοσμική κ. (ή δωματίου) και τη θρησκευτική (ή εκκλησιαστική) κ. Δημιουργήθηκε από την ανάγκη να αντιταχθεί η μονωδία και η ωδική απαγγελία στην … Dictionary of Greek
προτεσταντισμός — Όρος που χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στις καθολικές χώρες, για να υποδηλώσει το σύνολο δογμάτων και όλες τις θρησκευτικές πίστεις, οι οποίες κατά άμεσο ή έμμεσο τρόπο προέρχονται από το κίνημα διαμαρτυρίας (protestatio = διαμαρτυρία) κατά της… … Dictionary of Greek
Λορένη — I (γαλλ. Lorraine, γερμ. Lothringen). Ιστορική γεωγραφική περιοχή και διοικητική περιφέρεια (23.547 τ. χλμ., 2.310.376 κάτ. το 2000) της Γαλλίας, στο ανατολικό τμήμα της χώρας· η περιφέρεια περιλαμβάνει τους νομούς Μεζ (Μόσα), Μερτ ε Μοζέλ,… … Dictionary of Greek
Όρχους — (Aαrhus). Πόλη (259.493 κάτ.) της Δανίας. Η Ό. είναι η δεύτερη σε πληθυσμό πόλη της ανατολικής ακτής της Γιουτλάνδης στον ομώνυμο κόλπο. Το λιμάνι της είναι ένα από τα σπουδαιότερα της Δανίας και συνδέεται με το εσωτερικό με πολλές σιδηροδρομικές … Dictionary of Greek
Πέλικο, Σίλβιο — (Pellico, 1789 – 1854). Ιταλός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Το 1818 έγραψε μία τραγωδία με τον τίτλο Φρατζέσκα ντα Ρίμινι, που γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Δύο χρόνια αργότερα τον συνέλλάβαν με την κατηγορία της συμμετοχής στο κίνημα των… … Dictionary of Greek